στεγανοποιώ

στεγανοποιώ
στεγανοποιώ, στεγανοποίησα βλ. πίν. 73

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στεγανοποιώ — έω, Ν καθιστώ στεγανό κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στεγανός + ποιώ*] …   Dictionary of Greek

  • σκέπω — ΝΜΑ επικαλύπτω, σκεπάζω («ἔχει δὲ λιμένα δυνάμενον σκέπειν ἀπὸ παντὸς ἀνέμου τοὺς ἐνορμοῡντας», Πολ.) νεοελλ. μσν. μτφ. έχω κάποιον κάτω από τη σκέπη μου, προστατεύω, προφυλάσσω αρχ. 1. στεγάζω 2. (σχετικά με πλοίο) καθιστώ στεγανό, στεγανοποιώ.… …   Dictionary of Greek

  • στέγω — ΜΑ 1. στεγάζω, σκεπάζω με στέγη 2. πωματίζω, βουλώνω αρχ. 1. καλύπτω ερμητικά 2. στεγανοποιώ κάτι ώστε να μην μπορεί να περάσει το νερό («εὐνὰς τοιαύτας οἵας... στέγειν... ἱκανὰς εἶναι», Πλάτ.) 3. αποκρούω, απωθώ («οὔτε οἱ πῑλοι ἔστεγον τὰ… …   Dictionary of Greek

  • στεγανοποίηση — η, Ν [στεγανοποιώ] 1. το να καθίσταται στεγανό κάτι 2. μτφ. δημιουργία στεγανών, πλήρως απομονωμένων τμημάτων ή ομάδων σε υπηρεσίες ή οργανισμούς, ώστε να μη διαρρέει καμία πληροφορία προς τα έξω και να μη γνωρίζει τίποτε γι αυτά η κοινή γνώμη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”